- συγκαταθνήσκω
- Α [καταθνῄσκω]πεθαίνω μαζί με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκάτθανε — συγκαταθνήσκω aor imperat act 2nd sg συγκαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκάτθανεν — συγκαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)